πολυκαρπικός

πολυκαρπικός
-ή, -ό, Ν [πολυκαρπία]
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην πολυκαρπία
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πολυκαρπικά
βοτ. μεγάλη ομάδα αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα τής οποίας είναι η ύπαρξη πολλών καρποφύλλων, καθένα από τα οποία είναι ελεύθερο και σχηματίζει ιδιαίτερο καρπίδιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακουιλεγία — (aquilegia). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των ρανουγκουλιδών ή βατραχιδών, που περιλαμβάνει περίπου 50 είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Πρόκειται για φυτά ποώδη και πολυετή. Τα φύλλα τους είναι πλατιά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”